ντουγρού

ντουγρού
επίρρ. βλ. ντογρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ντουγρού — και ντογρού επίρρ. τροπ., ίσια: Τραβάει ντογρού για το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντογρού — και ντουγρού επίρρ. 1. τοπ. κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια («πας ντουγρού τον δρόμο σου σαν τ άλογο το ζεμένο, με τα παραμαγούλα στα μάτια», Ρώτας) 2. χρον. γρήγορα, αμέσως, ευθύς 3. (τροπ.) απερίφραστα, χωρίς περιστροφές («μπήκε ντουγρού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”